1 ἐκθειόω
venerar como divino, considerar divino
αὑτούςPh.1.247, cf. 2.211,
τὴν ἑκατέρου τῶν κόσμων φύσινPh.1.431,
μυρία πλήθη ψευδωνύμων (θεῶν)Ph.2.181,
τὰς τέσσαρας ἀρχάςPh.2.189,
τοὺς ζωγράφους ... καὶ ἀνδριαντοποιούςPh.2.192,
ζῷα, κύνας, αἰλούρους, λύκουςPh.2.194,
οἱ μὲν τὸν λογισμόν, οἱ δ' ἑκάστην τῶν αἰσθήσεωνPh.2.264, en v. pas.
Δίκην ... καὶ Θέμιν καὶ Νέμεσιν ... ἀποχρώντως ἐκτεθειῶσθαιD.H.2.75, cf. Plu.2.856d; cf. ἐκθεόω.